φασίνα

φασίνα
η
1. (ναυτ.), πισσωτή λουρίδα υφάσματος με την οποία περιτυλίγουν χοντρό σκοινί, για να το προφυλάξουν από την τριβή.
2. γενικό σφουγγάρισμα, εντατικό πλύσιμο χώρου, γενική καθαριότητα: Θα επιθεωρήσει ο διοικητής κι έχουμε φασίνα στο λόχο.
3. σφουγγαρόπανο: Μ' αυτή τη φασίνα δε σφουγγαρίζεις καλά.
4. μτφ., άνθρωπος τιποτένιος, χωρίς υπόληψη: Κανένας δεν τον λογαριάζει, γιατί είναι φασίνα.

Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.

Игры ⚽ Нужен реферат?

Look at other dictionaries:

  • φασίνα — η, Ν 1. ναυτ. λινάτσα, κουρέλι ή και κομμάτι υφάσματος που χρησιμοποιείται είτε για την περιέλιξη τών σχοινιών είτε για τον καθαρισμό τού πλοίου 2. μτφ. γενική καθαριότητα. [ΕΤΥΜΟΛ. < ιταλ. fascina] …   Dictionary of Greek

  • κειρία — η (Α κειρία και κηρία και καιρία και κιρία) νεοελλ. ναυτ. πισσωμένη πάνινη ταινία για περιτύλιγμα σχοινιού ώστε αυτό να προφυλάσσεται από την τριβή, κν. φασίνα αρχ. 1. σχοινιά ή ιμάντες τεντωμένοι κατά μήκος και κατά πλάτος τού κρεβατιού, πάνω… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”