- φασίνα
- η1. (ναυτ.), πισσωτή λουρίδα υφάσματος με την οποία περιτυλίγουν χοντρό σκοινί, για να το προφυλάξουν από την τριβή.2. γενικό σφουγγάρισμα, εντατικό πλύσιμο χώρου, γενική καθαριότητα: Θα επιθεωρήσει ο διοικητής κι έχουμε φασίνα στο λόχο.3. σφουγγαρόπανο: Μ' αυτή τη φασίνα δε σφουγγαρίζεις καλά.4. μτφ., άνθρωπος τιποτένιος, χωρίς υπόληψη: Κανένας δεν τον λογαριάζει, γιατί είναι φασίνα.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.